- τριτημόριος
- -α, -ο / τριτημόριος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν)α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλουβ) μουσ. το ένα τρίτο τού τόνουμσν.1. ο τριμερής, αυτός που αποτελείται από τρία μέρη2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριτημόριοςτιμαριούχος που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, καθώς και ο πάροικος που κατέβαλλε το ένα τρίτο τής παραγωγής τών γαιών που καλλιεργούσεαρχ.ο ίσος προς το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόριον (< μόρος), πρβλ. πολλοστη-μόριος].
Dictionary of Greek. 2013.